- κοσμοποιητής
- κοσμο-ποιητής, οῦ, ὁ,A creator of the world, Herm. ap. Stob.1.49.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσμοποιητής — κοσμοποιητής, ὁ (Α) [κοσμοποιώ] ο δημιουργός τού κόσμου … Dictionary of Greek
κοσμοποιητής — creator of the world masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοποιητήν — κοσμοποιητής creator of the world masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοποιητικός — κοσμοποιητικός, ή, όν (Α) [κοσμοποιητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δημιουργία τού κόσμου … Dictionary of Greek